ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εξαρτημένος | conditioned |
εξάρτηση (η) | conditioning |
εξάρτηση | dependence |
Εξάρτηση (η) | dependence / Dependency |
εξάρτηση (η) | dependency |
εξαρτημένος | dependent |
εξαρτημένος χαρακτηρισμός (ο), εξαρτημένο μαρκάρισμα (το) | dependent marking |
εξάρτηση από το πεδίο (η) | field dependence |
Εξάρτηση μεγάλης απόστασης (η) | Long-distance dependency |
εξαρτημένος από τον ομιλητή | speaker dependent |