ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εξαρτημένη επιρρηματική πρόταση (η) adverbial dependent clause
εξαρτημένη αλλαγή (η) conditioned change
εξαρτημένη συγχώνευση (η) conditioned merger
εξαρτημένη απόκριση (η) conditioned response
εξαρτημένη παράταξη (η) cosubordination
εξαρτημένη πρόταση (η) depended sentence
εξαρτημένη πρόταση dependent clause
εξαρτημένη πρόταση dependent sentence
εξαρτημένη μεταβλητή (η) dependent variable
εξαρτημένο ρήμα (το) dependent verb