ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ΕΥΓ: Ένωση για την Υπολογιστική Γλωσσολογία (η) | ACL |
ευεργεσιακός,-ή,-ό | benefactive |
Ευεργετημένος-η-ο | beneficiary |
Ευεργετημένος-η-ο | beneficiary |
ετυμολόγος | etymologist |
έτυμον | etymon |
ευγένεια (η) | politeness |
ευγένεια (η) | politeness |
ευαίσθητη περίοδος | sensitive period |
Ευαισθησία (η) | sensitivity |