ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
επεξεργασμένος,-η,-ο elaborated
Επεξεργασμένος-η-ο, Αναπτυγμένος-η-ο, Διευρυμένος-η-ο elaborated
επεξεργασμένος κώδικας elaborated code
επεξεργασία πληροφοριών (η) information processing
επεξεργασία φυσικής γλώσσας (η) natural language processing / natural-languageprocessing (NLP)
επεξεργασία{δεδομένων} processing {of data}
επεξεργασία ομιλίας speech processing
επεξεργασία ορολογίας terminology processing
επεξεργασία φωνής voice processing
επεξεργασία κειμένου word processing