ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
επάρκεια (η) adequacy
επαρκής,-ής,-ές adequate
επαυξητική επικοινωνία (η) augmentative communication
επαυξημένο δίκτυο μεταπτώσεων (το) augmented transition network
επανιχνηλάτηση (η) backtracking
επαρχιωτισμός (ο) provincialism
επανόρθωση (η) readjustment
επανενίσχυση reinforcement
επανερμήνευση (η) reinterpretation
επανορθογράφηση (η) respelling