ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
επαγωγή (η) implication
επαγωγικός ορισμός (ο) inductive definition
επαγωγικές γενικεύσεις (οι) inductive generalisations
επαγωγική ικανότητα (η) inductive language learning ability
επαγωγική μάθηση (η) inductive learning
επαγωγικός-ή-ό, συμπερασματικός-ή,-ό inferential
επαγωγική κατανόηση (η) inferential comprehension
επαγωγική σημασιολογία (η) inferential semantics
επαγωγική μάθηση, μάθηση μέσω επαγωγής (η) learning by induction
επαγωγή σχήματος (η) schema induction