ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εξωφορικές διεργασίες denativization
Εξωφορικότητα (η), Εξωφορά (η), Εξωφορική ιδιότητα (η) εξωπομπή (η) exophor
εξωφορική ιδιότητα exophora
Εξωφορικότητα (η), Εξωφορά (η), Εξωφορική ιδιότητα (η) εξωπομπή (η) exophora
εξωφορικός exophoric
εξωφορικήδέσμευση exophoric bounding
εξωφορική αντωνυμία (η) exophoric pronoun
επαγγελματική διάλεκτος (η) occupational dialect
επαγγελματικοί πόροι (οι) professional resources
επαγγελματίας της αναφοράς reference professional