ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
ενδοεγκυβωτισμός (ο) centre-embedding
ενδοιαστική (η) (διάθεση) dubitative
ενδοκεντρικός endocentric
ενδοκεντρικό σύνθετο (το) endocentric compound
ενδοκεντρική δομή (η) endocentric construction
ενδοκανονιστικός-ή-ό endonormative
ενδοομαδική επικοινωνία (η) intragroup communication
ενδογλωσσικός,-ή,-ό intralingual
ενδολημματοποίηση (η) nesting
ενδολήμματα run-on/nested entries