ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ενδοεγκυβωτισμός (ο) | centre-embedding |
ενδοιαστική (η) (διάθεση) | dubitative |
ενδοκεντρικός | endocentric |
ενδοκεντρικό σύνθετο (το) | endocentric compound |
ενδοκεντρική δομή (η) | endocentric construction |
ενδοκανονιστικός-ή-ό | endonormative |
ενδοομαδική επικοινωνία (η) | intragroup communication |
ενδογλωσσικός,-ή,-ό | intralingual |
ενδολημματοποίηση (η) | nesting |
ενδολήμματα | run-on/nested entries |