ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
επίκτητη δυσλεξία (η) | acquired dyslexia |
επίκτητη γλωσσική διαταραχή (η) | acquired language disorder |
επικοινωνώ | communicate |
επικοινωνιακός,-ή,-ό | communicative |
επικοινωνιακός δυναμισμός (ο) | communicative dynamism |
επικύρωση δεδομένων | data validation |
επικράτεια (η), κυριαχία (η) | dominion |
επικός αόριστος (ο) | epic preterite |
επικυρωμένος συμμετέχων (ο) | ratified participant |
επικύρωση (η) | sanction |