ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
επίκτητη δυσλεξία (η) acquired dyslexia
επίκτητη γλωσσική διαταραχή (η) acquired language disorder
επικοινωνώ communicate
επικοινωνιακός,-ή,-ό communicative
επικοινωνιακός δυναμισμός (ο) communicative dynamism
επικύρωση δεδομένων data validation
επικράτεια (η), κυριαχία (η) dominion
επικός αόριστος (ο) epic preterite
επικυρωμένος συμμετέχων (ο) ratified participant
επικύρωση (η) sanction