ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
επαναλαμβανόμενος,-η,-ο frequentative
επαναλαμβανόμενος,-η,-ο iterative
επαναληπτική άποψη (η) iterative aspect
επαναλαμβανόμενη εναλλαγή (η) recurrent alternation
επαναλαμβανόμενη αντιστοίχιση (η) recurrent correspondence
επαναληπτικός recursive
επαναλεξικοποίηση (η) relexification
επαναλαμβανόμενη κατηγορία repeatable category
επαναλαμβανόμενο υποσέλιδο (το) running foot
επαναλαμβανόμενη κεφαλίδα (η), ρουμπρίκα (η) running head