ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
επαναλαμβανόμενος,-η,-ο | frequentative |
επαναλαμβανόμενος,-η,-ο | iterative |
επαναληπτική άποψη (η) | iterative aspect |
επαναλαμβανόμενη εναλλαγή (η) | recurrent alternation |
επαναλαμβανόμενη αντιστοίχιση (η) | recurrent correspondence |
επαναληπτικός | recursive |
επαναλεξικοποίηση (η) | relexification |
επαναλαμβανόμενη κατηγορία | repeatable category |
επαναλαμβανόμενο υποσέλιδο (το) | running foot |
επαναλαμβανόμενη κεφαλίδα (η), ρουμπρίκα (η) | running head |