ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Διαφλοϊική αφασία (η) | transcortical aphasia |
διαλογικό κόρπους TRAINS (το) | TRAINS Dialogue Corpus |
διάλεκτος του εμπορίου (η) | trade jargon |
δισθενή ρήματα | tow-place verbs |
δομική θεματοποίηση | topicalization |
δομικό θέμα | topic |
δείγμα (το) | token |
Δείγμα (το), έκτυπο (το) | token |
διαμόρφωση θεωριών | theory building |
δομή κειμένου | textual structure |