ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
βασικόλεξιλόγιο core vocabulary
βασικός εναλλάκτης (ο) basic alternant
βασικός συλλογισμός (ο) default reasoning
βασικός τύπος (ο) base form
Βασικός τύπος (ο) basic form
βασικός τύπος (ο) basic form
βασικός-ή-ό basic
βασικός-ή-ό, τυπικός-ή-ό, Ουδέτερος-η-ο, εξ ορισμού default
βασικός,-ή,-ό default
βασιλεκτικός-ή-ό basilectal