ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
Βρετανικό Εθνικό Κόρπους (το) BNC
βρετανικά (τα) Breton
Βρετανικό Κόρπους Ακαδημαϊκής Προφορικής Αγγλικής (BASE) (το) British Academic Spoken English (BASE) Corpus
Βρετανικός συγκειμενισμός/περιβαλλοντισμός/περικειμενισμός (ο), Βρετανική θεώρηση πλαισίου (η) British contextualism
βρετανικά αγγλικά (τα) British English
Βρετανικό Εθνικό Κόρπους (BNC) (το) British National Corpus (BNC)
βραχύς-εία,-ύ(φθόγγος) short
βραχύτατη μετακίνηση shortest move
βραχύχρονος short-term
βραχυπρόθεσμη μνήμη short-term memory (STM)