ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| Βρετανικό Εθνικό Κόρπους (το) | BNC |
| βρετανικά (τα) | Breton |
| Βρετανικό Κόρπους Ακαδημαϊκής Προφορικής Αγγλικής (BASE) (το) | British Academic Spoken English (BASE) Corpus |
| Βρετανικός συγκειμενισμός/περιβαλλοντισμός/περικειμενισμός (ο), Βρετανική θεώρηση πλαισίου (η) | British contextualism |
| βρετανικά αγγλικά (τα) | British English |
| Βρετανικό Εθνικό Κόρπους (BNC) (το) | British National Corpus (BNC) |
| βραχύς-εία,-ύ(φθόγγος) | short |
| βραχύτατη μετακίνηση | shortest move |
| βραχύχρονος | short-term |
| βραχυπρόθεσμη μνήμη | short-term memory (STM) |