ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| βελτίωση (η) | amelioration |
| βελτίωση σημασίας (η) | amelioration meaning |
| Βενγκάλι (η) | Bangla |
| Βενγκάλι (η) | Bengali |
| Βερβερική (η) (γλώσσα) | Berber |
| Βενγκάλι (τα) | BN |
| βελτίωση (σημασίας) (η) | elevation |
| βελτίωση (η) | melioration |
| Βενετική (η) (γλώσσα) | venetic |
| Βεπς (η) (γλώσσα) | Veps |