ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
βελτίωση (η) amelioration
βελτίωση σημασίας (η) amelioration meaning
Βενγκάλι (η) Bangla
Βενγκάλι (η) Bengali
Βερβερική (η) (γλώσσα) Berber
Βενγκάλι (τα) BN
βελτίωση (σημασίας) (η) elevation
βελτίωση (η) melioration
Βενετική (η) (γλώσσα) venetic
Βεπς (η) (γλώσσα) Veps