ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
Αφαρική (η) (γλώσσα) AA
Αφαρική (γλώσσα) (η) Afar
Αφανική (Ορόμο) (γλώσσα) (η) Afan (Oromo)
αφανής συνεπαγωγή (η) background entailment
αφαιρετότητα της γλωσσολογικής θεωρίας (η) arbitrariness of linguistic theory
αφαιρετικός-ή-ό ablative (abl, ABL)
αφαιρετικός-ή-ό subtractive
αφαιρετική δι(πλο)γλωσσία (η) subtractive bilingualism
αφαιρετική δι(πλό)γλωσση εκπαίδευση (η) subtractive bilingual education
αφαιρετική (η) ablativus