ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αδέσμευτος,-η,-ο unbounded
αδέσμευτη εξάρτηση (η) unbounded dependency
ανεργαστικός,-ή,-ό unergative
ανεργαστικό ρήμα (το) unergative verb
ακυβέρνητος ungoverned
Ακυβέρνητος-η-ο, Μη-κυβερνώμενος-η-ο, Μη-κυβερνημένος-η-ο ungoverned
αντιγραμματικός,-ή,-ό ungrammatical
αντιγραμματική πρόταση ungrammatical clause
αντιγραμματικότητα (η) ungrammaticality
αντιγραμματικότητα (η) ungrammaticalization