ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
απώλεια (γλώσσας) (η) | loss (of language) |
απώλεια με αναπληρωματική έκταση (η) | loss with compensatory lengthening |
ακουστότητα (η) | loudness |
αφοσίωση (γλωσσική) (η) | loyalty (language) |
Αναγνωριστής Μέρους του Λόγου LT (Γλωσσικής Τεχνολογίας) (ο) | LTPOS |
αθροιστής (ο) | lumper |
απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού (η) | magnetic resonance imaging (MRI) |
ανεξάρτητος,-η,-ο | main |
ανεξάρτητη πρόταση (η) | main clause |
αρχή της νίκης της πλειοψηφίας (η) | majority-wins |