ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
άσεμνο λεξιλόγιο (το) bad vocabulary
απαγορευμένες γλώσσες (οι) banned languages
απρόσκλητη διακοπή (η) barge-in
αλγόριθμος Baum-Welch (ο) Baum-Welch algorithm
Αγγλικά του BBC (τα) BBC English
αντικείμενο δανεισμού (το) Be borrowed
α­να­πτύς­σομαι be expanded
αντιστοιχίζομαι be mapped
ανυψώνομαι / ανυψώνω Be raised / raise
αναδιπλασιάζομαι Be reduplicated