ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
άσεμνο λεξιλόγιο (το) | bad vocabulary |
απαγορευμένες γλώσσες (οι) | banned languages |
απρόσκλητη διακοπή (η) | barge-in |
αλγόριθμος Baum-Welch (ο) | Baum-Welch algorithm |
Αγγλικά του BBC (τα) | BBC English |
αντικείμενο δανεισμού (το) | Be borrowed |
αναπτύςσομαι | be expanded |
αντιστοιχίζομαι | be mapped |
ανυψώνομαι / ανυψώνω | Be raised / raise |
αναδιπλασιάζομαι | Be reduplicated |