ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Κόρπους Επιχειρηματικών Επιστολών (το) | Business Letters Corpus |
Λευκορωσική (η) (γλώσσα) | Byelorussian |
οδηγός αγοράς (ο) | bying guide |
Όνομα εξ ακοής (η) | byname |
θεατής (ο) | bystander |
ΣΔ (συμπληρωματικός δείκτης) (o) | C Comp comp |
Γλώσσα Προγραμματισμού C (η) | C programming language |
επιβάλλομαι δομικά | c-command |
δομική επιβολή (η) | c-command |
Δομική επιβολή (η), Επιβάλλομαι δομικά | c-command constituent-command |