ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ψευδότιτλος (ο) | half-title |
Ψυχογλωσσωλογική Βάση Δεδομένων του MRC (Συμβουλίου Ιατρικής Έρευνας) (η) | MRC Psycholinguistic Database |
ψευδώνυμο, παρωνύμιο, παρατσούκλι (το) | nickname |
Ψυχογλωσσολογική Βάση Δεδομένων της Οξφόρδης (η) | Oxford Psycholinguistic Database |
ψυχολογική ουσιοκρατία (η) | phychological essentialism |
ψευδο-δίπτυχη πρόταση (η) | pseudo-cleft sentence |
ψευδο-αμετάβατος-η-ο | pseudo-intransitive |
ψευδο-παθητική (η) | pseudo-passive |
Ψευδο-παθητικός-ή-ό | pseudo-passive |
ψευδοπαθητικές | pseudo-passives |