ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
οδοντικός,-ή,-ό | dental |
Οδοντικοφατνιακός-ή-ό | denti-alveolar |
οικογένεια (η) | family |
Οικογένεια (η), Οικογενειακός-ή-ό | family |
οικειότητα (η) | intimacy |
οδόντωμα (το) | notch |
Οζίμπβα (η) (γλώσσα) | Ojibwa |
οθόνη αφής | touch screen |
οικείο ύφος (το) | vernacular |
οικογένεια λέξεων (η) | word family |