ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

115 results
Greek Term English Term
Ηθική δοτική (η) Ethic(al) dative
ητικός etic
ημίφωνο (το) glide
ημιφωνοποίηση (η) glide formation
ηλικιακή διαβάθμιση (η) gradation
ημιβοηθητικός,-ή,-ό half-auxiliary
ημίκλειστος,-η,-ο half-close
ημιανοικτός,-ή,-ό half-open
ημιπληγικός,-ή-ό hemiplegic
ημισφαίριο (το) hemisphere