ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ηθική δοτική (η) | Ethic(al) dative |
ητικός | etic |
ημίφωνο (το) | glide |
ημιφωνοποίηση (η) | glide formation |
ηλικιακή διαβάθμιση (η) | gradation |
ημιβοηθητικός,-ή,-ό | half-auxiliary |
ημίκλειστος,-η,-ο | half-close |
ημιανοικτός,-ή,-ό | half-open |
ημιπληγικός,-ή-ό | hemiplegic |
ημισφαίριο (το) | hemisphere |