ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
επιθετικός,-ή,-ό | adjectival |
επίθετο,το | adjectival |
επιθετικό (το), Επιθετικός-ή-ό | adjectival |
επίθ. (επίθετο) (το) | adj |
επιτοπικός,-ή,-ό | adessive |
επαρκής,-ής,-ές | adequate |
επάρκεια (η) | adequacy |
ενεργοποιώ | actualize |
ενεργοποίηση (η) | actualization |
ενέργεια (η), δραστηριότητα (η), δράση (η) | activity |