ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εφαρμοστικό στοιχείο (το) applicative
Εφαρμοστικός-ή-ό applicative (appl)
εφαρμοστικές δομές (οι) applicatives
εφαρμοσμένη ιστορική γλωσσολογία (η) applied historical linguistics
εφαρμοσμένη γλωσσολογία (η) applied linguistics
Εφαρμοσμένη γλωσσολογία (η), διακλαδική γλωσσολογία (η) applied linguistics
εφαρμοσμένη πραγματολογία (η) applied pragmatics
εφαρμοσμένη υφολογία (η) applied stylistics
εφαρμόζω apply
εκτιμητική κατανόηση (η) appreciative comprehension