ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
επίκτητη γλωσσική διαταραχή (η) | acquired language disorder |
επίκτητη δυσλεξία (η) | acquired dyslexia |
εργασία Acquilex (η) | Acquilex Projects |
ΕΥΓ: Ένωση για την Υπολογιστική Γλωσσολογία (η) | ACL |
επιτελέσεις (οι) | achievements |
εξέταση επιτέλεσης (η) | achievement test |
επιτέλεση (η), επίτευγμα/επίτευξη (η) | achievement |
εκπληρώσεις (οι), κατορθώματα (τα) | accomplishments |
εκπλήρωση (η), κατόρθωμα (το) | accomplishment |
έμφαση | accent |