ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
α-τονούμενο (το) a-bar
μη α-δέσμευση (η) (αναφορική δέσμευση σε θέση μη ορίσματος), αναφορική δέσμευση σε μη οργανική θέση (η) a-bar binding
θέση α-τονούμενου (η) a-bar position
αποκωδικοποιητής A* (ο) A* decoder
Αφαρική (η) (γλώσσα) AA
ΑΑΑ (Αφροαμερικανική Αγγλική) (η) AAE (African American English)
Αφροαμερικανική Αγγλική (η) AAE (African American English)
ΚΑΑ (Καθομιλουμένη Αφροαμερικανική Αγγλική) (η) AAVE (African American Vernacular English)
Αφροαμερικανική Καθομιλουμένη Αγγλική (ΑΚΑ) (η) AAVE (African American Vernacular English)
Αμπχαζιανή (γλώσσα) (η) AB