ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
μορφοφωνολογία (η) morphonemics
μορφοφωνολογικός,-ή,-ό morphonological
μορφοφωνολογικό επίπεδο (το) morphonological level
μορφοφωνολογικός κανόνας (ο) morphonological rule
μορφοφωνολογία (η) morphonology
μορφοφώνημα (το) morphophoneme
μορφοφωνηματικός,-ή,-ό morphophonemic
μορφοφωνημική ορθογραφία (η) morphophonemic orthography
μορφοφωνημική γραμματική (η) morphophonemic orthography
μορφοφωνηματικοί κανόνες (οι) morphophonemic rules