ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
μορφολογική ανάλυση (η) morphological analysis
μορφολογική αλλαγή (η) morphological change
μορφολογικός καθορισμός (ο) morphological conditioning
μορφολογικό συστατικό (το) morphological constituent
μορφολογικό λεξικό (το) morphological dictionary
μορφολογικό χαρακτηριστικό (το) morphological feature
μορφολογική πληροφορία (η) morphological information
μορφολογικό επίπεδο (το) morphological level
μορφολογικές λειτουργίες (οι) morphological operations
μορφολογικός αναλυτής (ο) morphological parser