ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Λεξικογραφικός Σύλλογος Ινδίας (ο) | Lexicographical Society of India |
λεξικογράφος (ο) | lexicographist |
λεξικογραφία (η) | lexicography |
λεξικολογικός,-ή,-ό | lexicological |
λεξικολόγος (ο) | lexicologist |
λεξικολογία (η) | lexicology |
λεξιπληροφορική (η), υπολογιστική λεξικογραφία (η) | lexicomputing |
λεξικό (το) | lexicon |
λεξιλόγιο (το) | lexicon |
Λεξικό (το), λεξικολόγιο (το) | lexicon |