ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Λεξικογραφικός Σύλλογος Ινδίας (ο) Lexicographical Society of India
λεξικογράφος (ο) lexicographist
λεξικογραφία (η) lexicography
λεξικολογικός,-ή,-ό lexicological
λεξικολόγος (ο) lexicologist
λεξικολογία (η) lexicology
λεξιπληροφορική (η), υπολογιστική λεξικογραφία (η) lexicomputing
λεξικό (το) lexicon
λεξιλόγιο (το) lexicon
Λεξικό (το), λεξικολόγιο (το) lexicon