ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
θετική παρεμβολή (η) | positive transfer |
θετικισμός (ο) | positivism |
τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων ( η) | positron-emission tomography (PET) |
κτήση (η) | possession |
κτητικός,-ή,-ό | possessive |
Κτητικό σύνθετο (το) | possessive compound |
Κτητικό σύνθετο (το) | possessive compound |
γενική κτητική (η) | possessive genitive |
κτητική αντωνυμία (η) | possessive pronoun pos(s), POS(S) |
κτητικό -ing (το) | poss-ing |