ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συντομευμένα διπλοσύνθετα (τα) | portmanteau words / telescope words |
Πορτογαλέζικα (τα) | Portuguese |
θέση (η) | position |
της θέσης | positional |
Συνέπεια / πιστότητα / χαρακτηρισμός θέσης (η/ο) | positional faithfulness/markedness |
πεδία θέσης (τα) | positional fields |
κινητικότητα θέσης (η) | positional mobility |
ουδετεροποίηση της θέσης (η) | positional neutralization |
παραλλαγή θέσης (η) | positional variant |
θετικός,-ή,-ό | positive |