ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
παρατήρηση εκ των έσω (η) | participant observation |
ρόλος του συμμετέχοντος (ο) | participant role |
Ρόλος του συμμετέχοντος (ο) | participant role |
μετοχικός,-ή,-ό | participial |
μετοχική δομή (η) | participial construction |
μετοχική αναφορική πρόταση (η) | participial relative clause |
μετοχή (η) | participle (P, part, PART) |
μόριο (το) | particle (part, PART, Prt, PRT) |
μετακίνηση μορίου (η) | particle movement |
μοριακή φωνολογία (η) | particle phonology |