ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
παρατήρηση εκ των έσω (η) participant observation
ρόλος του συμμετέχοντος (ο) participant role
Ρόλος του συμμετέχοντος (ο) participant role
μετοχικός,-ή,-ό participial
μετοχική δομή (η) participial construction
μετοχική αναφορική πρόταση (η) participial relative clause
μετοχή (η) participle (P, part, PART)
μόριο (το) particle (part, PART, Prt, PRT)
μετακίνηση μορίου (η) particle movement
μοριακή φωνολογία (η) particle phonology