ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| νομιμοποιητής (ο) | licenser |
| νομιμοποίηση (η) | licensing |
| εξουσιοδότηση (η) | licensing |
| Εξουσιοδότηση (η), νομιμοποίηση (η) | licensing |
| πεδίο νομιμοποίησης (το) | licensing field |
| πεδίο εξουσιοδότησης (το) | licensing field |
| αρχή νομιμοποίησης (η) | licensing principle |
| λείανση με σάφμα (η) | liftering |
| σύνδεσμος (o) | ligament |
| ελαφρύς-ιά-ύ | light (L) |