ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| οργανικός όρος (ο) | instrumental term |
| μετακίνηση οργανικού όρου (η) | instrumental term movement |
| ινστρουμενταλισμός (ο), εργαλειοκρατία (η) | instrumentalism |
| οργανικός,-ή,-ό | instrumentative |
| οργανικό ρήμα (το) | instrumentative verb |
| ανάπτυξη "r" (η) | instrusive r |
| καθοδηγούμενη κατάκτηση (η) | instuctured / tutored acquisition |
| Νησιωτική Κελτική (η) (γλώσσα) | Insular Celtic |
| προσβάλλω, προσβολή (η) | insult |
| αφομοιωμένο εισαγόμενο (το) | intake |