ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ενωτίκευση (η) hyphenation
υποκορισμός (ο) hypocorism
υποκοριστικό (το) hypocoristic
χαϊδευτικό (το) hypocoristic
Υποκοριστικό (το), Χαϊδευτικό (το) hypocoristic
υποκοριστικός,-ή,-ό hypocoristic
υποδιόρθωση (η) hypocorrection
υποεικόνα (η) hypoicon
υπορρινικός-ή-ό hyponasal
υπορρινικότητα (η) hyponasality