ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ενωτίκευση (η) | hyphenation |
υποκορισμός (ο) | hypocorism |
υποκοριστικό (το) | hypocoristic |
χαϊδευτικό (το) | hypocoristic |
Υποκοριστικό (το), Χαϊδευτικό (το) | hypocoristic |
υποκοριστικός,-ή,-ό | hypocoristic |
υποδιόρθωση (η) | hypocorrection |
υποεικόνα (η) | hypoicon |
υπορρινικός-ή-ό | hyponasal |
υπορρινικότητα (η) | hyponasality |