ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ολιστική θεωρία (η) holistic theory
κοιλωμένος-η-ο hollowed / grooved
ολώνυμο (το) holonym
Ολωνυμία (η) holonymy
ολόφραση (η) holophrase
ολόφραση (η) holophrasis
ολοφραστικός,-ή,-ό holophrastic
ολοφραστική δομή (η) holophrastic construction
πατρίδα (η) homeland
εναλλαγή γλώσσας από το σπίτι στο σχολείο (η) home-school language switch