ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
στάση (η) hold
αναλλοίωτη διατήρηση (η) hold
Στάση (η), αναλλοίωτη διατήρηση (η) hold
αναλοίωτη διατήρηση (η) holding
στάση (η) holding
Στάση (η) holding
Οπή στο σχήμα (η) Hole in the pattern
ολιστικός,-ή,-ό holistic
αναλοίωτη προσέγγιση (η) holistic approach
ολιστικές θεωρίες λεξικής σημασίας (οι) holistic theories of word meaning