ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Ακέφαλη αναφορική πρόταση (η) headless relative clause
Γλώσσα των τίτλων των εφημερίδων (η) headline language
Γλώσσα των τίτλων των εφημερίδων (η) headlinese
ακουστικό κεφαλής  headset
λέξη-κεφαλή (η) headword
κύριο λήμμα (το) headword
Κωνσταντίνος Δ. Χατζηδήμου headword
ακροατής (ο) hearer
ακοή (η) hearing
άτομο με εξασθένηση ακοής (το) hearing impaired person