ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
«χαϊδευτικός λόγος» (ο) grooming talking
κοίλος,-η,-ο groove
κοιλώμενος,-η,-ο groove
κοιλώμενος,-η,-ο grooved
κοίλωση (η) grooving
αλεσμένος,-η,-ο ground
γείωση (η) ground
αλεσμένα ονόματα (τα) ground noun
βασικό πλαίσιο αναφοράς (το) / επίγειο πλαίσιο αναφοράς (το) ground-based reference frame
αλεσμένος,-η,-ο grounded