ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
«χαϊδευτικός λόγος» (ο) | grooming talking |
κοίλος,-η,-ο | groove |
κοιλώμενος,-η,-ο | groove |
κοιλώμενος,-η,-ο | grooved |
κοίλωση (η) | grooving |
αλεσμένος,-η,-ο | ground |
γείωση (η) | ground |
αλεσμένα ονόματα (τα) | ground noun |
βασικό πλαίσιο αναφοράς (το) / επίγειο πλαίσιο αναφοράς (το) | ground-based reference frame |
αλεσμένος,-η,-ο | grounded |