ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
γραμματικά/-ώς grammatically
γραμματικότητα (η) grammaticalness
γραμματογραφία (η) grammatography
βαθμός λεπτομέρειας (ο) granularity
γράφος (o) graph
γραφή (η) graph
Γραφή (η) graph
θεωρία γραφημάτων (η) graph theory
γράφημα (το) grapheme
γραφηματικός,-ή,-ό graphemic