ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ερμήνευμα (το) gloss
Κωνσταντίνος Δ. Χατζηδήμου gloss
GlossaNet (το) glossa net
γλωσσαριογράφος (ο)/συντάκτης γλωσσαρίου (ο) glossarian
γλωσσαριογράφος (ο)/συντάκτης γλωσσαρίου (ο) glossarist
γλωσσάριο (το) glossary
ορολογικό γλωσσάριο (το) glossary
γλωσσαριογράφος (ο)/συντάκτης γλωσσαρίου (ο) glossator (also glosser, glossiest)
γλωσσηματικοί (οι) glossematicians
γλωσσηματική (η) glossematics