ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ερμήνευμα (το) | gloss |
Κωνσταντίνος Δ. Χατζηδήμου | gloss |
GlossaNet (το) | glossa net |
γλωσσαριογράφος (ο)/συντάκτης γλωσσαρίου (ο) | glossarian |
γλωσσαριογράφος (ο)/συντάκτης γλωσσαρίου (ο) | glossarist |
γλωσσάριο (το) | glossary |
ορολογικό γλωσσάριο (το) | glossary |
γλωσσαριογράφος (ο)/συντάκτης γλωσσαρίου (ο) | glossator (also glosser, glossiest) |
γλωσσηματικοί (οι) | glossematicians |
γλωσσηματική (η) | glossematics |