ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
γερουνδιακός-ή-ό gerundive
ολότητα (η) gestalt
ολιστική αντίληψη (η) gestalt perception
ψυχολογία Γκεστάλτ (η) gestalt psychology
τρόπος (γλωσσικής κατάκτησης) Γκεστάλτ (ο) gestalt style (of language acquisition)
κινησιακός,-ή,-ό gestural
κινησιακή δείξη (η) gestural deixis
Κινησιακή φωνολογία (η) Gestural phonology
χειρονομία (η) gesture
Κίνηση (η) Gesture / movement