ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
γερουνδιακός-ή-ό | gerundive |
ολότητα (η) | gestalt |
ολιστική αντίληψη (η) | gestalt perception |
ψυχολογία Γκεστάλτ (η) | gestalt psychology |
τρόπος (γλωσσικής κατάκτησης) Γκεστάλτ (ο) | gestalt style (of language acquisition) |
κινησιακός,-ή,-ό | gestural |
κινησιακή δείξη (η) | gestural deixis |
Κινησιακή φωνολογία (η) | Gestural phonology |
χειρονομία (η) | gesture |
Κίνηση (η) | Gesture / movement |