ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Γενικευμένη ευθυγράμμιση (η) | Generalized alignment |
γενικευμένη αναφορική σύνδεση (η) | generalized binding |
Γενικευμένη αναφορική σύνδεση/δέσμευση (η) | Generalized binding |
γενικευμένη γραμματική γενικευμένης φραστικής δομής (η) | generalized generalized phrase-structure grammar (G2PSG) |
γλώσσα γενικευμένης σήμανσης (η) | generalized mark-up language |
γραμματική της γενικευμένης φραστικής δομής (η) | generalized phrase structure grammar (GPSG) |
Γενικευμένη θεωρία του ποσοδείκτη (η) | generalized quantifier theory |
γενικευμένος μετασχηματισμός (ο) | generalized transformation |
γεννώ / γεννιέμαι | generate |
γένεση (η) | generation |