ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μοντέλο πλήρους χαρακτηρισμού (το) | full-specification model |
λειτουργώ | function |
λειτουργία (η) | function |
συνάρτηση [λογική] (η) | function |
συνάρτηση [λογική] (η) | function (semantic, logical) |
συνάρτηση [μεταφορική] (η) | function [metaphoric] |
λειτουργία έναντι μορφής (η) | function versus form |
λειτουργική λέξη (η) | function word |
function word | |
λειτουργικός,-ή,-ό | functional |