ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
επαναλαμβανόμενος,-η,-ο | frequentative |
συχναστική άποψη (η) | frequentative aspect |
παραδρομή της γλώσσας (η) | Freudian slip |
Τριβή1 (η) | frication |
τριβοποίηση (η) | frication |
τριβόμενος,-η,-ο | fricative |
εξακολουθητικός,-η,-ο δασύς,-εία,-ύ | fricative |
δασύς,-εία,-ύ | fricative |
προστριβοποίηση (η) | fricativization |
τριβή (η) | friction |