ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
επαναλαμβανόμενος,-η,-ο frequentative
συχναστική άποψη (η) frequentative aspect
παραδρομή της γλώσσας (η) Freudian slip
Τριβή1 (η) frication
τριβοποίηση (η) frication
τριβόμενος,-η,-ο fricative
εξακολουθητικός,-η,-ο δασύς,-εία,-ύ fricative
δασύς,-εία,-ύ fricative
προστριβοποίηση (η) fricativization
τριβή (η) friction