ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
μέτρο (το) foot
άκρον (το) foot
αρχή χαρακτηριστικών πόδα (η) foot - feature principle
κυριαρχία πόδα (η) foot dominance
foot dominance
χαρακτηριστικό πόδα (το) foot feature
ιδιότητα συµµετοχής στη διεπίδραση (η) footing
στην αρχή του πόδα foot-initial
εσωτερικός-ή-ό του πόδα foot-internal
Χωρίς πόδα footless / unfooted