ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
οικογένεια (η) family
Οικογένεια (η), Οικογενειακός-ή-ό family
επώνυμο (το) family name
οικογένεια λεξικών (η) family of dictionaries
οικογενειακή ομοιότητα family resemblance
θεωρία του γενεαλογικού/οικογενειακού δέντρου (η) family tree theory
οικογενειακό/γενεαλογικό δέντρο familytree
μοντέλο του γενεαλογικού/οικογενειακού δέντρου (το) family-tree model
φάρυγγας faringe
Φεροϊκή (η) (γλώσσα) Faroese