ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
οικογένεια (η) | family |
Οικογένεια (η), Οικογενειακός-ή-ό | family |
επώνυμο (το) | family name |
οικογένεια λεξικών (η) | family of dictionaries |
οικογενειακή ομοιότητα | family resemblance |
θεωρία του γενεαλογικού/οικογενειακού δέντρου (η) | family tree theory |
οικογενειακό/γενεαλογικό δέντρο | familytree |
μοντέλο του γενεαλογικού/οικογενειακού δέντρου (το) | family-tree model |
φάρυγγας | faringe |
Φεροϊκή (η) (γλώσσα) | Faroese |