ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αναπτύσσω | expand |
αναπτύσσομαι | expand |
αναπτυγμένη/ εξελιγμένη πίτζιν (η) | expanded pidgin |
ανάπτυξη | expansion |
κανόνες ανάπτυξης | expansion rules |
θεωρία της προσδοκίας (η) | expectancy theory |
δοκιμαζόμενος (ο) | experiencer |
φορέας εμπειρίας (ο) | experiencer |
φορέας εμπειρίας (ο), Δοκιμαζόμενος (ο) | experiencer |
ρήματα φορέα εμπειρίας (τα) | experiencer verbs |