ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αναπτύσσω expand
αναπτύσσομαι expand
αναπτυγμένη/ εξελιγμένη πίτζιν (η) expanded pidgin
ανάπτυξη expansion
κανόνες ανάπτυξης expansion rules
θεωρία της προσδοκίας (η) expectancy theory
δοκιμαζόμενος (ο) experiencer
φορέας εμπειρίας (ο) experiencer
φορέας εμπειρίας (ο), Δοκιμαζόμενος (ο) experiencer
ρήματα φορέα εμπειρίας (τα) experiencer verbs